- μπιζάρισμα
- τοη ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μπιζάρω, η ανάκληση τών εκτελεστών ενός θεατρικού ή μουσικού έργου στη σκηνή για να επαναλάβουν ένα μέρος του.[ΕΤΥΜΟΛ. μπιζάρω, κατά τα ουδ. σε -ισμα (πρβλ. τρακάρω - τρακάρισμα)].
Dictionary of Greek. 2013.